- καυνακοποιός
- καυνᾰκο-ποιός, ὁ, = foreg., ib.288iv 5 (vi A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καυνακοποιός — καυνακοποιός, ὁ (Α) καυνακοπλόκος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < *καυνάκη + ποιός (< ποιῶ)] … Dictionary of Greek